κρημνῶν

κρημνῶν
κρημνάω
pres part act masc voc sg
κρημνάω
pres part act neut nom/voc/acc sg
κρημνάω
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
κρημνάω
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
κρημνός
overhanging bank
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λισσάς — και βοιωτ. τ. λιττάς, άδος, ἡ (Α) [λισσός] 1. ως επίθ. λεία («λισσάς... πέτρα», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. α) λείος, απότομος, γυμνός γκρεμός («κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα καὶ λισσάδας ἀχανεῑς ἐχόντων», Πλούτ.) β) λεία επιτάφια πέτρα …   Dictionary of Greek

  • προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδινώ — έω, Α [σκοτόδινος] σκοτοδινιώ («ἀλλὰ κατὰ κρημνῶν ὠθούμην ἂν ἐπὶ κεφαλῆς σκοτοδινήσας», ΨΛουκ.) …   Dictionary of Greek

  • σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek

  • Ζακύνθου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Ζάκυνθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 61 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 65 ιερείς. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες των… …   Dictionary of Greek

  • Παχώμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ασκήτεψε μαζί με τους Ιλαρίωνα και Μάμα. Η μνήμη τους τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μοναχός του Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας, όπου αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους (1730). 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”